- κωνωπώδης
- κωνωπώδης, -ῶδες (Α) [κώνωψ]κωνωποειδής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κωνωπῶδες — κωνωπώδης masc/fem voc sg κωνωπώδης neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνωψ — ο (AM κώνωψ, ωπος) 1. κουνούπι («ὑπαὶ κώνωπος ἐξηγειρόμην», Αισχύλ.) 2. ως κύριο όν. Κώνωψ μικρό λατινικό ποίημα που αποδίδεται στον Βεργίλιο 3. παροιμ. φρ. α) «oἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» λέγεται γι αυτούς που… … Dictionary of Greek